της Miranda Green (*)
Είναι προφανές ότι κανείς από εμάς δεν γίνεται νεότερος με τον καιρό. Και πάλι όμως είναι αξιοσημείωτο ότι την Πρωτοχρονιά οι συντάκτες στα γραφεία των Financial Times στη Νέα Υόρκη δεν συναγωνίζονταν ποιος κοιμήθηκε πιο αργά την προηγούμενη νύχτα, ούτε ποιος πήγε στο καλύτερο πάρτυ, αλλά ποιος κατάφερε να κοιμηθεί πριν από τις 10 το βράδυ.
Τι ηδονή να έχεις αποκοιμηθεί με ένα καλό βιβλίο πεσμένο στα γόνατά σου, ενώ οι άλλοι πηγαίνουν από μπαρ σε μπαρ αναζητώντας το πιο πρωτότυπο ποτό!
Το βιβλίο που διάλεξα εκείνη τη νύχτα λέγεται «Η χαρά τού να αφήσεις κάτι να πάει χαμένο» (The Joy of Missing Out). Φέρει την υπογραφή του δανού καθηγητή ψυχολογίας Σβεντ Μπρίνκμαν και αποσκοπεί στο να μας απελευθερώσει από την υπερδιέγερση της σύγχρονης ζωής με τη βοήθεια παλιομοδίτικων ιδεών όπως η αυτοσυγκράτηση και η μετριοπάθεια. «Το να επιλέγεις να μη συμμετέχεις και να λες όχι», γράφει, αποτελεί μια ικανότητα που μας λείπει ως άτομα και ως κοινωνία. Και ο λόγος είναι ότι συμμετέχουμε σε ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα δικτύωσης (και άρα σύγκρισης με τους άλλους) και μαζικής κατανάλωσης.
Όπως γράφει ο δρ. Μπρίνκμαν, με δεδομένο ότι η κυρίαρχη τάση είναι να προσπαθούμε να ζούμε την κάθε στιγμή, το λατινικό ρητό carpe diem είναι το πιο δημοφιλές τατουάζ. Αλλά εγώ δεν έχω την ανάγκη τέτοιων εικόνων για να συνειδητοποιήσω ότι ο κόσμος τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα επειδή αυτό βολεύει τις εταιρείες τεχνολογίας.
Κάποιος μου είπε πρόσφατα ότι οι διαφημιστές και οι πάροχοι διαδικτυακού περιεχομένου χρησιμοποιούν τη φράση «μερίδιο στο μπράβο» για να περιγράψουν το άγχος της προσοχής που νοιώθει κάποιος που γράφει κάτι στο smartphone. Το σκέφτομαι συνεχώς από εκείνη την ώρα και είμαι διατεθειμένη να αντισταθώ.
Την ώρα λοιπόν που ετοιμαζόμουν να υποδεχθώ τον νέο χρόνο κάτω από το πάπλωμα, τηλεφώνησα στον Πάτρικ ΜακΓκίνις, έναν επιχειρηματία και επενδυτή στον οποίο αποδίδεται η εφεύρεση του ακρωνυμίου Fomo (fear of missing out, φόβος τού να αφήσεις να πάει κάτι χαμένο) το 2004, ενώ δίδασκε στο Harvard Business School. Ο ΜακΓκίνις ήταν ένα χωριατόπαιδο από το Μέιν με μια πολύ απλή ζωή που βρέθηκε ξαφνικά σε μια φωλιά 1.800 φιλόδοξων και δικτυωμένων νέων ανθρώπων. Ηταν σαν να ζει σε ένα κοινωνικό δίκτυο πριν ακόμη εφευρεθεί αυτός ο όρος: προσπαθούσε να βρίσκεται παντού και να κάνει τα πάντα. Κατονόμασε αυτή τη μανία σε ένα σατιρικό έργο που έγραψε για τη ζωή στο HBS, πιστεύει όμως ότι το σύνδρομο Fomo είναι πλέον οικουμενικό και έχει τις ρίζες του στην ανθρώπινη φύση: μια τέτοια στιγμή είναι η Εύα και το μήλο στον Παράδεισο. Ο τίτλος του βιβλίου που ετοιμάζει - Fomo Sapiens- τα λέει όλα.
Η βασική του συνταγή είναι απλή: αρκεί να καταλάβεις ότι τα διλήμματά σου - να κάνω αυτό ή εκείνο, να πάω σε αυτή την εκδήλωση ή να μην πάω; - δεν είναι πραγματικά σοβαρά. Παίξε κορώνα-γράμματα με τη φαντασία σου γιατί - ξέρεις κάτι; - δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Ο καθηγητής Μπρίνκμαν το λέει διαφορετικά: «Αν θέλουμε να είμαστε φίλοι με όλους, δεν είμαστε φίλοι με κανέναν. Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι καλά, δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα.» Η καταπολέμηση του Fomo και του Fobo, η αυτοσυγκράτηση και η υιοθέτηση ορίων, απαιτούν γενναιότητα γιατί το περιβάλλον μας προσφέρει συνεχείς πειρασμούς.
Αν λοιπόν σας βασανίζουν μαξιμαλιστικές προσδοκίες, παρηγορηθείτε πρώτα απ’όλα με τη σκέψη ότι η αρρώστια είναι διαδεδομένη. Συνειδητοποιήστε στη συνέχεια ότι η αυτομαστίγωση της νέας χρονιάς με διάφορες υποσχέσεις που υποτίθεται ότι πρέπει να τηρήσετε είναι περιττή. Αγνοήστε λοιπόν τις ορδές που ζητούν την προσοχή σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κάντε κάτι που πραγματικά σας γεμίζει.
(*) Η Μιράντα Γκριν είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου