Τα παιδιά δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να είναι θεατές, πολλώ δε μάλλον διαιτητές στις συγκρούσεις των γονιών τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι η παρατεταμένη έκθεση σε ορισμένες μορφές καυγάδων αυξάνει την πιθανότητα ψυχολογικών και ψυχοσωματικών προβλημάτων.
Η οικογένεια όπως γνωρίζουμε και βιώνουμε όλοι, είναι μια μικρή κοινότητα ανθρώπων που καλείται να βρει έναν τρόπο συνύπαρξης και επικοινωνίας μεταξύ των μελών της (αλλά και του έξω κόσμου), προκειμένου να προσφέρει το κατά τα άλλα «αυτονόητο»: ασφάλεια (συναισθηματική, ψυχολογική και υλική).
Οι απαιτητικοί και δύσκολοι ρυθμοί βέβαια προκαλούν καθημερινά τους γονείς, που καλούνται να ξεχάσουν την κούραση, την ένταση, το στρες και όλους αυτούς τους παράγοντες που μειώνουν τα επίπεδα ψυχραιμίας και εκλογίκευσης, δημιουργώντας τις συνθήκες σύγκρουσης. Αλλά και αν θεωρήσουμε ότι σε όλες τις οικογένειες διαφωνούν και τσακώνονται, πότε μία σύγκρουση γίνεται επικίνδυνη για τα παιδιά;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, θέτοντας ως βάση ότι τα παιδιά είναι εκτεθειμένα στην γονική σύγκρουση ακόμα και όταν δεν είναι παρόντα. Σύμφωνα με τη θεωρία της συναισθηματικής μεταφοράς, το αρνητικό συναισθηματικό κλίμα που δημιουργείται μέσα στο σπίτι λόγω της «κακής» δυσλειτουργικής σχέσης του ζευγαριού, γίνεται επιβλαβές και μεταφέρεται και στη σχέση γονιός-παιδί.
Μακροχρόνιες μελέτες έδειξαν ότι οι συχνές και χρόνιες συγκρούσεις, σε αντίθεση με τις προσωρινές και οξείες διαφωνίες, δημιουργούν άγχος, ταραχή και υπερδιέγερση, η οποία εκδηλώνεται ιδιαίτερα όταν τα παιδιά εκτίθενται μακροπρόθεσμα σε περαιτέρω συγκρούσεις.
Είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι τα παιδιά όχι μόνο δεν «συνηθίζουν» να ζουν σε ένα περιβάλλον σύγκρουσης, αλλά με τον καιρό γίνονται όλο και πιο ευάλωτα σε αυτή, εμφανίζοντας διάφορα συμπτώματα και υιοθετώντας συνεχώς δυσλειτουργικούς μηχανισμούς προσαρμογής.
Όσον αφορά στην ένταση, θα πρέπει οι γονείς να επιλέγουν «πολιτισμένες» συζητήσεις και όχι να αφήνονται όπως ο καθένας μπορεί να υποθέσει σε ακραίες συμπεριφορές λεκτικής και σωματικής βίας. Σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε όμως ότι ένα κλίμα έντασης μπορεί να χαρακτηρίζεται όχι απαραίτητα από φωνές αλλά από ψυχρότητα και απόσταση, γεγονός που επίσης λαμβάνουν τα παιδιά.
Μεγάλη σημασίας ζήτημα είναι το ίδιο το περιεχόμενο της διαφωνίας. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα ζητήματα που δεν αφορούν άμεσα στα παιδιά –επαγγελματικά, συντροφικά- δείχνει να μην τα επηρεάζουν ιδιαίτερα. Απεναντίας, όταν οι συγκρούσεις αφορούν στη συμπεριφορά και εκπαίδευση των παιδιών, μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνες γιατί τα παιδιά θεωρούν τον εαυτό τους ως την πηγή του «κακού», προκαλώντας εμπειρίες και συναισθήματα κατάθλιψης, άγχους, φόβου, ενοχής και «ευθύνης» ότι οφείλουν να επιλύσουν τα ίδια τη σύγκρουση, συμμετέχοντας στις διαφωνίες των γονιών τους.
Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να βρίσκουν τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων για τον επιπλέον λόγο ότι λειτουργούν ως ένα θετικό μοντέλο συμπεριφοράς, που μπορεί να συνδράμει σε μια σειρά θετικών αποτελεσμάτων στα παιδιά, με βασικότερο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης τους στην σταθερότητα των δεσμών.
Σε αντίθετη περίπτωση, όταν οι γονείς αδυνατούν στην εύρεση λύσεων -άρα συντηρούν ένα αρνητικό κλίμα μέσα στο σπίτι-, στα παιδιά δημιουργείται έντονος φόβος, οργή και μια εικόνα του συμβάντος ως αρνητικού αλλά και επικίνδυνου. Αυτή ακριβώς η αίσθηση του κινδύνου δημιουργεί μια υπερδιέγερση στο παιδί, επηρεάζοντας το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του.
Συνοπτικά, αν και οι αντιδράσεις των παιδιών διαφοροποιούνται ανάλογα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις της ίδιας της σύγκρουσης, τα παιδιά θα βιώσουν πιο έντονα το φαινόμενο όταν είναι χρόνιο και επικεντρωμένο σε θέματα που αφορούν στα ίδια.
Βάσει του γνωσιακο-κοινωνικού μοντέλου των Grych & Fincham (1990, 1993), όταν το παιδί είναι παρόν στη σύγκρουση μεταξύ των γονέων, ενεργοποιείται μια διαδικασία που γεννά ερωτήματα όπως «Τι συμβαίνει; Γιατί συμβαίνει; Τι μπορώ να κάνω εγώ γι ‘αυτό;». Τότε το παιδί προχωρά σε μία διαδικασία πρωτογενούς και δευτερογενούς επεξεργασίας.
Στην πρωτογενή, προσπαθεί να αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με το βαθμό επικινδυνότητας της διαμάχης.
Από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής του είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη διαδικασία, παρατηρώντας εκφράσεις του προσώπου, τόνο της φωνής αλλά και στάσεις.
Τα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας είναι συνήθως περισσότερο ευάλωτα συναισθηματικά, και μπορεί να εκδηλώσουν ακόμα οργή και θυμό απέναντι στους γονείς. Μεγαλώνοντας, είναι σε θέση να διακρίνουν πιο λεπτές και λιγότερο σαφείς μορφές σύγκρουσης.
Κάνοντας αυτήν την επεξεργασία και αξιολογώντας την κατάσταση ως συναισθηματικά έντονη, μπορεί να οδηγήσει σε αντιδράσεις όπως κλάμα, φωνές, φυγή και πάγωμα μπροστά στους γονείς που μαλώνουν.
Αυτό παρεμβαίνει στην επόμενη επεξεργασία, συχνά με ερμηνευτικές διαστρεβλώσεις. Εάν η πρωτογενής επεξεργασία είναι αρνητική σε βαθμό ανεκτικό, τότε το παιδί προβαίνει σε μια δευτερογενή επεξεργασία της σύγκρουσης.
Σε αυτήν, προσπαθεί να κατανοήσει καλύτερα τα γεγονότα προκειμένου να καταλάβει τα κίνητρα, το μέγεθος του προβλήματος αλλά και τους υπαίτιους.
Στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, επειδή ακριβώς έχουν μια συγκεκριμένη γνωστική δυσκολία όπου δεν μπορούν να φανταστούν ότι τα προηγούμενα γεγονότα συνδέονται με τα παρόντα, υπάρχει σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης ο κίνδυνος να αποδίδουν στον εαυτό τους την αιτία της σύγκρουσης.
Ένα παιδί που θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τους καυγάδες των γονιών του θα βιώσει περισσότερα συναισθήματα άγχους, ενοχής και ντροπής από ένα παιδί που αποδίδει την αιτία σε έναν ή και τους δύο γονείς ή σε εξωτερικούς λόγους.
Μένοντας στην απόδοση της ευθύνης, η αντίληψη των παιδιών βασίζεται στην ηλικία τους και την εμπειρία τους τη δεδομένη χρονική στιγμή από προηγούμενες συγκρούσεις στο σπίτι.
Αν ένας από τους γονείς εκδηλώνει καταθλιπτικές συμπεριφορές, ως αποτέλεσμα των εντάσεων και ο άλλος έχει μια πιο επιθετική στάση, είναι πιθανό ότι το παιδί, που δεν γνωρίζει ή εξετάζει το περιεχόμενο της σύγκρουσης, να θεωρήσει ότι το «θύμα» είναι ο γονέας που υποφέρει με τον πιο φανερό τρόπο. Αυτή η απόδοση ευθύνης ευνοεί κάποιες δυσλειτουργικές «συμμαχίες» μεταξύ γονέα- παιδιού, κατά τις οποίες αισθάνεται ότι πρέπει να «προστατεύσει» τον γονιό που θεωρεί ότι είναι ο πιο αδύναμος.
Είναι σημαντικό λοιπόν να εξεταστεί ο ρόλος της ποιότητας της σχέσης μεταξύ του παιδιού και του κάθε γονέα και ο διαφορετικός τρόπος που επέλεξε ο τελευταίος να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σύγκρουση στο παιδί. Το παιδί πάντα ψάχνει για σήματα και ως εκ τούτου θα είναι ιδιαίτερα δεκτικό στα άμεσα μηνύματα που ο γονέας θα εκπέμψει. Στην πραγματικότητα, είναι σε θέση να αξιολογήσει τις πληροφορίες ανάλογα πάντα με το είδος της συναισθηματικής σχέσης που έχει με τον κάθε γονέα.
Τα μικρότερα παιδιά, που συχνά πέφτουν σε ερμηνευτικές στρεβλώσεις, μπορεί να επιθυμούν να επέμβουν με επιτυχία στη σύγκρουση, για αυτό και βιώνουν μια πιο σημαντική απογοήτευση όταν αντιληφθούν την αναποτελεσματικότητά τους.
Τα μεγαλύτερα παιδιά όμως επεξεργάζονται τις όποιες πιθανότητες επίλυσης με πιο ρεαλιστικό τρόπο καθότι έχουν περισσότερες γνωστικές δεξιότητες.
Σε κάθε περίπτωση όμως, μια μακροχρόνια σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει στην αίσθηση αποτυχίας και βίωσης μιας κατάστασης ότι τα ίδια τα παιδιά είναι αφενός θύματα, αφετέρου ανίκανα στο να βρουν λύσεις.
Εν κατακλείδι, τα παιδιά που είναι εκτεθειμένα στη σύγκρουση που θεωρούν επικίνδυνη για την λειτουργία της οικογένειας, καλλιεργούν συχνά την πεποίθηση ότι είναι υπεύθυνα για ένα πρόβλημα που δεν μπορούν να λύσουν, δημιουργώντας τις συνθήκες να αναπτύξουν δυσλειτουργικές συμπεριφορές και συμπτώματα.
Παρακάτω ακολουθεί ένα βίντεο με μία αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια, την Dr. Hillary Goldsher, η οποία απλά και ρητά είναι εναντίων της οποιασδήποτε σύγκρουσης μπροστά στα παιδιά, τονίζοντας το γεγονός ότι στις μικρές ηλικίες οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία κατανόησης μίας διαφωνίας. Επειδή βέβαια γνωρίζει ότι όλοι κάποια στιγμή θα “πέσουν στην παγίδα” και θα μαλώσουν μπροστά στα παιδιά τους, συμβουλεύει το συντομότερο να επικοινωνηθεί στο παιδί ότι ο καυγάς δεν ήταν σοβαρός και δεν έχει αλλάξει κάτι μεταξύ των γονιών.
Στο παρακάτω βίντεο-έρευνα έχει μελετηθεί στη Μ. Βρετανία ο κακός αντίκτυπος στην εξέλιξη του παιδιού και στην ζωή του μετά ως ενήλικα. Είναι τουλάχιστον απογοητευτικό, το πόσο αρνητικά λειτουργεί στη μαθησιακή του πορεία αλλά και στην επαγγελματική του και συναισθηματική του αποκατάσταση. Η έρευνα μάλιστα έχει μετρήσει ότι οι ψυχικές ασθένειες στοιχίζουν κάθε χρόνο στη χώρα, άρα και στην κοινωνία, 47 δισεκατομμύρια λίρες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου